- μετάτροπος
- μετάτροπος, -ον (Α) [μετατρέπω]1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», Ευρ.)2. αυτός που στρέφεται προς κάτι ή γύρω από κάτι (α. «δαίμων μετάτροπος ἐπ' ἐμοί», Αισχύλ.β. «ἔργα μετάτροπα» — πράξεις που επιστρέφουν στον δράστη, έργα που τά ακολουθεί τιμωρία ή εκδίκηση, Ησίοδ.)3. αυτός που είναι επιρρεπής στην αλλαγή4. ο αναποδογυρισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.